Μέσα από το έργο του Ανδρέα Κλ. Σοφοκλέους
Το συγγραφικό έργο που μας κληροδότησε ο Ανδρέας Κλ. Σοφοκλέους έχει ανεκτίμητη αξία. Από τις εκδόσεις του ξεχωρίζουν δύο μεγάλες σειρές, η Συμβολή στην Ιστορία του Κυπριακού Τύπου και η Κύπριοι Λογοτέχνες του 19ου Αιώνα (με εκδότη το Intercollege/ Πανεπιστήμιο Λευκωσίας. Οι δύο αυτές σειρές έχουν κοινό στοιχείο το ότι αφορούν την περίοδο της Βρετανικής αποικιοκρατίας (γνωστής ως Αγγλοκρατίας). Η περίοδος αυτή υπήρξε καθοριστικής σημασίας στην ιστορία της Κύπρου, αφού ταυτίσθηκε με την είσοδο της νήσου στην νεοτερικότητα. Ακριβώς επειδή με τον ερχομό των Άγγλων έχουμε και την την εμφάνιση των πρώτων εφημερίδων, αλλά και την παράλληλη μαζικοποίηση της εκπαίδευσης, άρα και την ανάπτυξη των κύριων μηχανισμών σφυρηλάτησης της εθνικής ταυτότητας (σηματοδοτώντας το πέρασμα από την θρησκευτική στην εθνοτικό-εθνική συνείδηση), η περίοδος αυτή είναι εμφανώς καθοριστική για την παρά πέρα πορεία της Κύπρου.
Ο τύπος και η κατασκευή της ελληνικής εθνικής συνείδησης στην Κύπρο
Θα ήταν ενδιαφέρον αν αρχίζαμε την παρουσίαση των προαναφερθέντων εκδόσεων μέσα από την αξιοποίηση κάποιων παρατηρήσεων του ιστορικού- πολιτικού επιστήμονα Miroslav Hroch, όσον αφορά στην κατασκευή των εθνών στις χώρες της νότιας και κεντρικής Ευρώπης. Ο Hroch προτείνει ότι η κατασκευή των σύγχρονων έθνους-κρατών στις χώρες αυτές, πέρασε μέσα από τρία στάδια. Στο πρώτο στάδιο κεντρικό ρόλο είχαν οι δρώντες οι οποίοι στόχευαν στη συλλογή στοιχείων που να τεκμηριώνουν την ύπαρξη μιάς κοινής εθνικής ταυτότητας μεταξύ των "μελών της ομάδας που θεωρούσαν ότι συναποτελούσε το έθνος. Τα στοιχεία αυτά μπορεί να ήταν ιστορικά, πολιτισμικά, γλωσσολογικά ή κοινωνικά και αποτελούσαν ένδειξη της από πολλού σύνδεσης των μελών του έθνους. Στο δεύτερο στάδιο κεντρικό ρόλο έπαιξε μια νέα ομάδα δρώντων η οποία στόχευε να κερδίσει όσο περισσότερους δυνατόν υποστηρικτές στην προσπάθεια συσπείρωσης του νέου έθνους. Στο τρίτο στάδιο είχαμε πλέον τη δημιουργία ενός μαζικού εθνικού κινήματος από την πλειοψηφία του πληθυσμού, το οποίο συστεγάζε διάφορες τάσεις- συντηρητικές, φιλελεύθερες, δημοκρατικές ή άλλες.
Η ταξινόμηση του Hroch είναι πολύ χρήσιμη και για την περίπτωση της Κύπρου. Θα μπορούσαμε όντος να διακρίνουμε μια πρώτη φάση (τέλη 18ου-αρχές 19ου αιώνα) στην οποία εμφανίζονται περιπτώσεις λογίων ή πνευματικών ανθρώπων, αλλά και εμπόρων, που κινούνται μεταξύ Κύπρου και περιοχών όπου υπάρχουν ελληνόφωνες ορθόδοξες παροικίες (κυρίως σε πόλεις της νότιας και κεντρικής Ευρώπης, όπως η Βενετία και η Βιέννη, αλλά και σε πόλεις με μεγάλο ελληνόφωνο πληθυσμό κοντινές της Κύπρου- όπως η Σμύρνη και η Αλεξάνδρεια), και οι οποίοι εμφορούνται από τις πεποιθήσεις και αξίες του Νέο-Ελληνικού Διαφωτισμού. Σημαντικό μέρος των αναζητήσεων τους είναι να αναδείξουν την κοινή ταυτότητα των Κυπρίων με τους υπόλοιπους Έλληνες. Όταν αρχίζει η Ελληνική επανάσταση αρκετοί Κύπριοι στέργουν να υποστηρίξουν τον αγώνα και όταν δημιουργείται το Ελληνικό κράτος κάποιοι από αυτούς πιέζουν για την ένταξη και της Κύπρου σε αυτό. Στην ίδια την Κύπρο τώρα, γνωρίζουμε ότι η στήριξη στον αγώνα είναι προσεκτική και ότι παρ’ όλα αυτά έχουμε τις μαζικές εκτελέσεις της ελίτ για να προληφθεί η όποια εξέγερση. Οπότε και τιθασεύονται οι όποιεσδήποτε αλυτρωτικές διεκδικήσεις. Παρ’όλα αυτά αρχίζουν οι προσπάθειες τεκμηρίωσης της εθνικής ταυτότητας των ορθοδόξων Κυπρίων. Στα μέσα της δεκαετίας του 1850 εμφανίζεται η λαογραφική μελέτη του Αθανασίου Σακκελαρίου τα Κυπριακά, που τονίζει τον ελληνικό εθνολογικό χαρακτήρα της Κύπρου, όπως διαφαίνεται μέσα από την γλώσσα των Κυπρίων, τους μύθους, τις παραδόσεις και κάθε άλλη όψη του πολιτισμού της. Σταδιακά οι μελέτες αυτές πληθαίνουν, ενώ με την βελτίωση των ταχυδρομικών και εμπορικών επαφών με τα εγγύτερα, αναδυόμενα κέντρα του ελληνισμού (Αθήνα, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη και Αλεξάνδρεια) πυκνώνουν και οι σχέσεις με τους απανταχού Έλληνες, και σφυρηλατείται η φαντασιακή κοινότητα του κοινού ελληνικού έθνους. Στα αναγνωστήρια των πόλεων καταφθάνουν εφημερίδες από τα προαναφερθέντα κέντρα του ελληνισμού. Η μόρφωση αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερη αξία γι αυτό και αυξάνεται ο αριθμός των εύπορων οικογενειών που στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολεία εκτός Κύπρου.
Ο ερχομός των Άγγλων δίνει μια μεγάλη ώθηση στις εξελίξεις αυτές, οπότε και δικαιολογημένα η Αγγλοκρατία έχει ταυτισθεί με τις απαρχές της νεωτερικότητας στην Κύπρο. Μπαίνουμε πλέον στο δεύτερο στάδιο του ερμηνευτικού σχήματος του Hroch, αυτό της ενίσχυσης της μεγάλης προσπάθειας κατασκευής ενός νέου έθνους. Οι δύο πιο σημαντικοί μηχανισμοί κατασκευής της νοερής κοινότητας του ελληνικού έθνους στο οποίο εντάσσονται οι ορθόδοξοι ελληνόφωνοι της Κύπρου, είναι ο τύπος και η εκπαίδευση. Ο Ανδρέας Κλ. Σοφοκλέους έχει τεκμηριώσει τις λεπτομέρειες της έλευσης του πρώτου τυπογραφείου στην Κύπρο, με τη βοήθεια της κυπριακής διασποράς της Αιγύπτου. Μέσα από τους έξι ογκώδεις τόμους της Συμβολής στην Ιστορία του Κυπριακού Τύπου, καταγράφει τις εξελίξεις που σχετίζονται με την ανάπτυξη του σημαντικού αυτού τομέα, τόσον όσον αφορά στα τυπικά του χαρακτηριστικά (αριθμό εφημερίδων και περιοδικών, ιδιοκτησία, μέσα παραγωγής, κυκλοφορία, μέγεθος, είδη, κ.ο.κ.), όσο και στο περιεχόμενο των εντύπων- τα θέματα της αρθρογραφίας, τις απόψεις και ιδεολογίες που εξέφραζαν οι συγγραφείς των άρθρων, τις αντιπαραθέσεις, την στάση των σημαντικών συλλογικών δρώντων (πχ Εκκλησίας, αποικιακών αρχών, εκπροσώπων των διαφόρων ομάδων της ελίτ και των οργανωμένων συνόλων), καθώς και στοιχεία που μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα το πνεύμα της ιστορικής περιόδου και των επι μέρους σταδίων της. Πέρα από τις δικές του περιληπτικές αναλύσεις, μας παραθέτει εκτεταμένα αυθεντικά δείγματα κειμένων από τα έντυπα στα οποία αναφέρεται, τα οποία αποτελούν πολύτιμα στοιχεία που εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας για την διαχρονική εξέλιξη της κυπριακής κοινωνίας.
Πολύτομο Έργο του Ανδρέα Κλ. Σοφοκλέους
Ο τύπος και η καταγραφή της πνευματικής δραστηριότητας
Μέσα από την μελέτη των εφημερίδων και των περιοδικών, με στόχο την άντληση στοιχείων για την ιστορία του τύπου, ο Ανδρέας Κλ. Σοφοκλέους φαίνεται να είχε διαπιστώσει από ενωρίς πως από αυτές τις πηγές θα μπορούσαν να τεκμηριωθούν και πολλά άλλα θέματα. Αφού η Κύπρος ήταν ένα μικρό, σχετικά υπανάπτυκτο νησί, δεν υπήρχε στην υπό εξέταση περίοδο, μεγάλη πνευματική κίνηση. Δεν υπήρχαν ούτε πολλοί παραγωγοί ιδεών, αλλά ούτε και μεγάλο αναγνωστικό κοινό που να στηρίξει τις πιο εξειδικευμένες εκδόσεις. Γι’ αυτό και ο τύπος λειτουργούσε ως υποκατάστατο, φιλοξενώντας κείμενα που κάτω από άλλες συνθήκες θα μπορούσε να είχαν δημοσιευτεί σε ξεχωριστές εκδόσεις: μελέτες, διηγήματα, ποιήματα, κριτικά σημειώματα και ούτω καθεξής. Εξάλλου, αφού το επάγγελμα του δημοσιογράφου δεν απέφερε συνήθως ικανοποιητικά εισοδήματα, αρκετοί το συνδύαζαν με κάποιο άλλο επάγγελμα- είτε αντίστροφα, κάποιος που ασκούσε ήδη ένα άλλο επάγγελμα, το συνδύαζε με την δημοσιογραφία. Και αφού η άσκηση της δημοσιογραφίας εξυπακούει καλή χρήση της γλώσσας, αλλά και μια ευρυμάθεια, δεν είναι παράξενο που πολλοί εκπαιδευτικοί κατέληγαν να ασχολούνται και με τον τύπο. Οι δυό σημαντικότεροι λοιπόν μηχανισμοί κατασκευής εθνικής συνείδησης, τύπος και εκπαίδευση, είχαν στενή διασύνδεση και ο ένας στήριζε τον άλλο. Η επέκταση και των δύο ήταν εντυπωσιακή: όταν οι Άγγλοι ήρθαν στην Κύπρο, υπήρχαν μόνο 76 ελληνόφωνα δημοτικά σχολεία¨ μέσα σε μια δεκαετία ο αριθμός τους αυξήθηκε στα 241, ενώ την ίδια περίοδο ο αριθμός των μαθητών αυξήθηκε από τις 3,000 στις 11,000. Είδαμε ότι τον πρώτο χρόνο της Αγγλοκρατίας εκδόθηκε η πρώτη εφημερίδα¨ μέχρι το 1914 ο αριθμός των διαφορετικών τίτλων εφημερίδων είχε αυξηθεί στις 23.
Έρευνα η οποία χρηματοδοτήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης
Επιστρέφοντας στη δουλειά του Α. Κλ. Σοφοκλέους, ο ίδιος φαίνεται να είχε γρήγορα διαπιστώσει την ύπαρξη ενός μεγάλου πλούτου στοιχείων και πληροφοριών, στις εφημερίδες και τα περιοδικά της Αγγλοκρατίας, που σκιαγραφούσαν την πνευματική δραστηριότητα στην Κύπρο την περίοδο εκείνη. Σε ένα αρχικό στάδιο συγκέντρωσε την προσοχή του στα πρώτα χρόνια της περιόδου αυτής και στην έκδοση μιας σειράς μελετών με θέμα τους Κύπριους Λογοτέχνες του 19ου Αιώνα. Στη σειρά αυτή ενέταξε εννέα εξειδικευμένες μονογραφίες, με τους πιό κάτω τίτλους:
- Χρήστος Παπαδόπουλος: λόγιος, ποιητής, ιστοριοδίφης
- Ιωάννης Β. Κηπιάδης: λογοτέχνης και δημοσιογράφος
- Θρασύβουλος Ρώμας: γιατρός και ποιητής
- Θεμιστοκλής Χ. Θεοχαρίδης: δάσκαλος, δημοσιογράφος, λογοτέχνης
- Χριστόδουλος Ηλ. Κουππάς: δημοσιογράφος, λογοτέχνης
- Θεόδουλος Φ. Κωνσταντινίδης: εκπαιδευτικός, δημοσιογράφος, λογοτέχνης
- Γεώργιος Ι. Κηπιάδης: νομικός, λόγιος, λογοτέχνης
- Επαμεινώνδας Μοδινός: ο μποέμ ποιητής της Λευκωσίας
- Στυλιανός Χουρμούζιος: εκπαιδευτικός, δημοσιογράφος, πρωτοψάλτης, λογοτέχνης.
Οι μονογραφίες έχουν μια κοινή δομή: αρχίζουν με μια σύντομη εισαγωγή στη ζωή και το έργο του λογίου που παρουσιάζεται και στη συνέχεια αναλύεται σε πιό μεγάλη λεπτομέρεια ο κάθε τομέας δραστηριότητας του ατόμου- η συμβολή του ως δημοσιογράφος, εκπαιδευτικός, λογοτέχνης ή άλλο. Ακολουθούν, ως παραρτήματα, δείγματα της δουλειάς του μνημονευόμενου ατόμου ή/και συμπληρωματικά στοιχεία που φωτίζουν επι μέρους λεπτομέρειες της ζωής και του έργου του. Οι μονογραφίες αυτές μας δίνουν μια καλή εικόνα των ανθρώπων που έδρασαν στο δεύτερο στάδιο κατασκευής της νοερής κοινότητας του έθνους. Η έμφαση σε αυτό το στάδιο δεν ήταν τόσο η τεκμηρίωση της ενότητας και της κοινής ταυτότητας των μελών του έθνους, Κυπρίων και υπολοίπων Ελλήνων στην περίπτωση μας, αλλά στην αναπαραγωγή και εξάπλωση των περί έθνους ιδεών- μέσα από την εκπαίδευση και τον τύπο της εποχής. Πρόκειται για άτομα της δράσης που εργάζονταν ασταμάτητα για την εκπλήρωση της αποστολής τους, που δεν ήταν άλλη από την εθνική αφύπνιση και την πρόοδο, με απώτερη βλέψη την απελευθέρωση. Στόχοι που για τους Έλληνες της Κύπρου εκφράζονταν συνοπτικά μέσα από το αίτημα της Ένωσης με την Ελλάδα.
Ας πάρουμε ως παράδειγμα την μονογραφία για τον Θεόδουλο Φ. Κωνσταντινίδη, για να δούμε πιό αναλυτικά μερικά από τα στοιχεία της σειράς αυτής. Συνοπτικά στοιχεία για τον πρωτεργάτη αυτόν της δημοσιογραφίας είχε ήδη παραθέσει ο Α. Κλ. Σοφοκλέους σε προηγούμενα έργα του. Αλλά δεν αρκέστηκε σε αυτά, τουναντίον θεώρησε ως “χρέος” την περαιτέρω διερεύνηση σε μεγαλύτερο βάθος της ζωής και του έργου του “πατέρα της κυπριακής δημοσιογραφίας και τυπογραφίας”. Στον πρόλογο του βιβλίου ο συγγραφέας αναφέρεται στις μεγάλες και επίπονες προσπάθειες που χρειάστηκαν για να συγκεντρώσει τα στοιχεία για τη μονογραφία: “Η συγκίνηση και ικανοποίηση μου είναι μεγάλη, γιατί ύστερα από 20 χρόνια έρευνας και αναζήτησης στην Κύπρο και το εξωτερικό κατόρθωσα να συγκεντρώσω το βασικό υλικό για τη ζωή και το έργο αυτού του μεγάλου τέκνου της Κύπρου...” Η μονογραφία σκιαγραφεί με ζωντάνια έναν ακούραστο και πολυτάλαντο Κύπριο.
Γεννημένο από πατέρα που έλαβε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση και που υπηρέτησε στη συνέχεια ως λοχίας του Ελληνικού στρατού και ως λοχαγός επι Όθωνος. Που πήρε την πρώτη του εκπαίδευση στην Κύπρο, αλλά συνέχισε με σπουδές στο Λίβανο και στην Αίγυπτο. Επέστρεψε στην Κύπρο και διηύθυνε σχολή ενώ παράλληλα δίδασκε. Πρόσφερε επίσης υπηρεσίες, ως Γραμματέας, στο πρώτο Αναγνωστήριο της Λάρνακας. Στη συνέχεια υπάλληλος σε γραφείο Κύπριου εμπόρου στο Κάιρο, ενώ παράλληλα άρχισε να εργάζεται στην έκδοση ελληνόφωνης εφημερίδας και περιοδικού. Εδώ λοιπόν απέκτησε τις πρώτες του εμπειρίες και γνώσεις για τον τύπο, που τον έκαναν ιδανική επιλογή για τους Κύπριους της Αιγύπτου που ήθελαν να ενθαρρύνουν την δημιουργία τυπογραφείου και τύπου στην ιδιαίτερη τους πατρίδα. Οι Κύπριοι της διασποράς έβλεπαν την ανάπτυξη που υπήρχε σε άλλα μέρη του κόσμου και ήθελαν και η δική τους πατρίδα να προοδεύσω. Δεν θεωρούσαν σωστό ακόμα και μικρά νησιά της Ελλάδας να έχουν τυπογραφεία και η Μεγαλόνησος να μένει πίσω. Με ανάλογα επιχειρήματα και κίνητρα είχε δημιουργηθεί το πρώτο γυμνάσιο και άλλα σχολεία στην Κύπρο: υπήρχε μια αγωνία και ένας αγώνας να προχωρήσει και ο δικός τους τόπος. Η δημιουργία του έθνους δεν αντιμετωπιζόταν ως κάτι νέο- το έθνος πάντα υπήρχε, σε μια αδιάσπαστη συνέχεια με την αρχαία Ελλάδα. Είχε απλώς κοιμηθεί, βρισκόταν σε λήθαργο σαν αποτέλεσμα της μακραίωνης σκλαβιάς. Το θέμα ήταν λοιπόν να ξυπνήσει και να αποκτήσει τα φώτα της Ευρώπης, του Διαφωτισμού, που θα έφερναν την ανέλιξη και θα βοηθούσαν στην εμπέδωση νέων ιδεών και πρακτικών. Στις προσπάθειες αυτές ήταν σημαντική η συμβολή των Κυπρίων και των άλλων Ελλήνων που ζούσαν στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού και ήταν μάρτυρες της αναγέννησης του κόσμου. Όπως το έθετε και ο ίδιος ο Θ. Κωνσταντινίδης σε κείμενο του για την εκπαίδευση ( παρατίθεται σε ένα από τα παραρτήματα της μονογραφίας):
“ Μετά την μεγάλην Γαλλικήν Επανάστασι, ότε σύμπασα η Ευρώπη εκ βάθρων εσαλεύθη, συνεσαλεύθη και το Ελληνικόν έθνος, και τότε εφάνη ότι εγειρεται εκ βαθυτάτου ύπνου και νάρκης εις ζωήν νέαν και κίνησην [...] τότε πας Έλλην ησθάνετο ότι ο προορισμός αυτού ήτο μέγας εν τη Ανατολή, και ότι πάντα κόπον και πάσαν προσπάθειαν ώφειλε να καταβάλη προς ανάκτησιν της αρχαίας αυτού ευκλείας* διανοητική πρόοδος και ελευθερία ήτο το σύνθημα παντός Έλληνος, συναισθανομένου την εαυτού αξίαν. Σχολεία άρχισαν να ιδρύονται πολλά* βιβλία διδακτικά να εκδίδονται [...] Η ορμή ήτο μεγίστη, και η κίνησης ακατάσχετος...”
Η σπίθα φουντώνει
Αυτό λοιπόν ήταν το όραμα των λογίων της εποχής. Αυτό το όραμα ήταν που θα προωθούσαν μέσα από την εκπαίδευση και τον τύπο της εποχής, στις επόμενες δεκαετίες. Αυτό θα φούντωνε με την πάροδο του χρόνου, και θα αποκτούσε μια μεγάλη “ορμή” που θα συνέπαιρνε τους “αλύτρωτους” Κύπριους στη συνέχεια δημιουργώντας, στο τρίτο στάδιο του Hroch, μια “κίνηση ακατάσχετη”, ένα μαζικό εθνικό κίνημα απελευθέρωσης που θα οδηγούσε στον αντί-αποικιακό αγώνα και την απελευθέρωση των Κυπρίων.
