Επιβάλλεται πλέον να τοποθετηθεί κανείς δημόσια για το θέμα των έργων του Γιώργου Γαβριήλ, αφού έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις μετά την ανάμειξη ή τοποθέτηση σημαντικών θεσμών (Υπουργείου Παιδείας, Αρχιεπισκοπής, επιτρόπου Διοικήσεως, πολιτικών κομμάτων, καλλιτεχνικών οργανώσεων, κ.ο.κ.). Αναπόφευκτα η έκβαση της σύγκρουσης αυτής θα σημαδέψει και το θέμα της ελευθερίας της έκφρασης στον τόπο μας.
Σημειώνω κατ’ αρχήν ότι οι περισσότερες τοποθετήσεις δεν σχολιάζουν με συγκεκριμένο τρόπο τα επίδικα έργα, αλλά παραμένουν αόριστα στο επίπεδο αρχών, αξιών και δικαιωμάτων. Είναι βέβαια πολύ σημαντικά το γενικό αυτό επίπεδο της δημόσιας αντιπαράθεσης. Είναι όμως εξίσου σημαντικό η κριτική σε γενικό και αφηρημένο επίπεδο να συνδυάζεται με τον σχολιασμό των επίμαχων έργων, αφού η ουσία του ζητήματος αφορά συγκεκριμένα έργα, του “κατηγορούμενου” καλλιτέχνη.
Το συνολικό έργο του καλλιτέχνη
Παρόλο που στο σχόλιο αυτό θα επικεντρωθώ στα συγκεκριμένα, επίμαχα έργα, θα αρχίσω με το προκαταρκτικό σχόλιο ότι το συνολικό έργο του Γαβριήλ, όπως εκτίθεται στους διάφορους ιστοχώρους, φαίνεται πολύ ενδιαφέρον. Αναμφισβήτητα πρόκειται για έναν σημαντικό Κύπριο δημιουργό. Φαίνεται να ξεκίνησε την πορεία του με κλασικά μοτίβα και τεχνικές, κυρίως επικεντρωμένα στον κόσμο της Κύπρου, την αγροτική ζωή, τις ασχολίες και τις δυσκολίες στον αγώνα για επιβίωση, τη στενότητα του χώρου και το αίσθημα ότι ο κόσμος όλος εξαντλείται σε ένα τοπικό σύστημα (ένα χωριό, ένα μοναστήρι, το νησί μας σαν ένας μοναχικός βράχος). Υπάρχει και μια έμφαση στα βασικά συστατικά του χαρακτήρα αυτού του τόπου: όλα τα στοιχεία αποπνέουν τη λιτότητα και τη σεμνότητα που χαρακτήριζε τον παραδοσιακό κόσμο της Κύπρου.
Υπάρχουν ταυτόχρονα και τα ψήγματα του θαύματος, της θρησκείας και των μύθων του τόπου, που εισάγουν μια ελπίδα υπέρβασης, π.χ. η παρεμβολή κάποιου αγίου στον τόπο του μόχθου- όμως και εδώ υπεισέρχεται η ανατροπή, η οπτική ματιά του καλλιτέχνη, αφού είναι η κόρη που θα θυσιαζόταν στον δράκο που κατορθώνει να νικήσει το θεριό, μαγεύοντας / ειρηνεύοντας τον δράκο και περιορίζοντας έτσι τον άγιο Γεώργιο στον ρόλο του παρατηρητή, από μακριά. Ένα παίξιμο παράδοσης και νεωτερισμού – όπως θα άρμοζε σε έναν σωστό, σύγχρονο καλλιτέχνη.
Ακόμα πιο σημαντικά είναι τα πιο πρόσφατα έργα του Γαβριήλ, μέσα από τα οποία προσπαθεί να ξεφύγει από τον ρεαλισμό και να πειραματιστεί με σύνθετες μορφές τέχνης και νοοτροπίες. Το ανθρώπινο σώμα, ανδρών και γυναικών, που για κεφάλι έχει ένα λουλούδι, ένα πουλί ή ένα ψάρι. Οι Ίκαροι που πέφτουν σαν βολίδες από τον ουρανό, όχι λόγω της θέρμης του Ήλιου αλλά δηλητηριασμένοι από τις αναθυμιάσεις του καταναλωτικού πολιτισμού, της κόκα-κόλας και των πυρηνικών σταθμών. Οι πειραματισμοί αυτοί αναβαθμίζουν σε σημαντικό βαθμό το συνολικό έργο του καλλιτέχνη και είναι ακριβώς στο πλαίσιο αυτών των πειραματισμών που πρέπει να δούμε και να κρίνουμε τα επίμαχα έργα του.
Τα επίμαχα έργα: οι απεικονίσεις του Χριστού
Τα επίμαχα έργα θα μπορούσαν να χωριστούν σε δύο ομάδες. Η μία αφορά έργα με κεντρικό στοιχείο το πρόσωπο του Χριστού. Και η άλλη την αμφισβήτηση της πολιτικής και της θρησκευτικής εξουσίας, με την επιδεικτική έκφραση ασέβειας έναντί τους. Η διάκριση αυτή είναι πολύ σημαντική – και όμως δεν γίνεται από τους επικριτές του. Τόσο η Αρχιεπισκοπή όσο και η επίτροπος Διοικήσεως κατηγορούν τον καλλιτέχνη ότι χρησιμοποιώντας το πρόσωπο του Χριστού το ευτελίζει. Γι’ αυτό και γενικότερα του προσάπτουν ότι δεν σέβεται τις παραδοσιακές αρχές και τις αξίες του τόπου, πράγμα που οδηγεί και στις δικαιολογημένες αντιδράσεις του κοινού.
Πρόκειται για ολωσδιόλου λανθασμένες εκτιμήσεις. Θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε καλύτερα τι προσπάθησε να κάνει ο καλλιτέχνης αν θέταμε το ερώτημα: αν ερχόταν ο Χριστός στη Γη σήμερα, με ποιους θα ταυτιζόταν; Αυτή είναι μια μεγάλη παράδοση προβληματισμού όσον αφορά το ποιος ήταν ο Χριστός και πώς μπορεί να επηρεάζει τις ζωές μας, εδώ και αιώνες. Για παράδειγμα, το 1896 εμφανίστηκε το βιβλίο «Στα βήματα του [Ιησού]», με κεντρικό θέμα το τι θα έκανε κάποιος αν γνώριζε ότι ο επαίτης ή ο άνεργος ή ο πληγωμένος ξένος που βρέθηκε μπροστά του ήταν ο Χριστός. Στον ελληνικό χώρο τον προβληματισμό αυτό τον πρόβαλε με έναν ανεπανάληπτο τρόπο ο Νίκος Καζαντζάκης, με τα έργα του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» και «Ο Τελευταίος Πειρασμός». Παρόλο που για το δεύτερο ο ίδιος ξεκαθάρισε ότι είχε απεικονίσει έναν Ιησού που ως άνθρωπος είχε πειρασμούς, αλλά που ως Θεός δεν υπέκυψε σε αυτούς, η Εκκλησία εξάντλησε όλη τη σκληρότητά της έναντι του, αφορίζοντάς τον.
Στην περίπτωση του Γαβριήλ, διαφαίνεται ένας παρόμοιος προβληματισμός: αν ερχόταν σήμερα ο Χριστός στη Γη, και κυκλοφορούσε ανάμεσά μας, ποιος άραγε θα διάλεγε να είναι; Με ποιους θα ταυτιζόταν; Μήπως με τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου; Μήπως με κάποιον επιτυχημένο πολιτικό ή επιχειρηματία; Όχι, ο Γαβριήλ θεωρεί πως ο Χριστός θα ταυτιζόταν μάλλον με έναν πρόσφυγα, πίσω από τα συρματοπλέγματα στο καταφύγιο Πουρνάρα. Ημίγυμνο ή ρακένδυτο, με δυο παιδάκια στο μπακγκράουντ. Άλλωστε και ο ίδιος ο Χριστός με κάτι τέτοιους συναναστρεφόταν, με πόρνες, φτωχούς και άλλους χαμένους. Και μας παρότρυνε κάτι τέτοιους να μην ξεχνάμε – τους φυλακισμένους, τους κατατρεγμένους, τους πονεμένους.
Σε κάποιο άλλο έργο του, ο Γαβριήλ βλέπει τον Χριστό σαν οπαδό στα γήπεδα, πλην όχι κάποιον βίαιο οπαδό, αλλά κάποιον που τάσσεται ενάντια στους πολέμους, ενάντια στον ρατσισμό και ενάντια στον φασισμό – και που είδωλό του έχει τον Τσε Γκεβάρα, τον επαναστάτη που ταυτίστηκε με τον αγώνα υπέρ των φτωχών και των κατατρεγμένων της Λατινικής Αμερικής. Δεν θα ήταν λογικό και ο επαναστάτης για τη δικαιοσύνη Χριστός να νιώθει άνετα με μια παρόμοια ταυτότητα, με έναν τέτοιο νέο; Και δεν εξετάζουμε, εδώ, αν η “εικόνα” αυτή αληθεύει ή όχι – μόλις τις προάλλες οι οπαδοί της Ομόνοιας φρόντισαν να μας υπενθυμίσουν πόσο απέχει το ιδανικό από την πραγματικότητα.
Ένα τρίτο έργο του Γαβριήλ βλέπει τον Χριστό σαν μοτοσυκλετιστή. Και πάλι, όμως, δεν ήταν ο “Ξέγνοιαστος Καβαλάρης”, της γνωστής κινηματογραφικής ταινίας της εφηβείας μας, ένας ειρηνικός καβαλάρης, που περιπλανώμενος αναζητούσε νόημα ζωής εκτός της καταναλωτικής κοινωνίας και των προτύπων της; Και δεν είναι ο δικός μας Τάσος Ισαάκ, ένας σύγχρονος ξέγνοιαστος καβαλάρης, που αναζητούσε την ελευθερία και που θυσιάστηκε για αυτήν;
Τέλος, ένα τέταρτο έργο του Γαβριήλ απεικονίζει έναν γυμνό Χριστό, με νεανικό σώμα, που μας κοιτάζει ανέκφραστα. Δεν φαίνεται να ντρέπεται για το γυμνό του σώμα. Θα έπρεπε άραγε να ντρέπεται; Θα έπρεπε να ντρεπόμαστε εμείς, για την απεικόνιση ενός γυμνού σώματος; Ξεχνάμε τους Κούρους, τα αρχαία μαρμάρινα ελληνικά αγάλματα νέων γυμνών ανδρών, που αποτελούν σημαντική κληρονομιά του πολιτισμού μας; Ή να ξεχάσουμε το ότι σύμφωνα με την ορθόδοξη θεολογία ο Χριστός είχε δύο διαστάσεις, είχε θεϊκή αλλά και ανθρώπινη διάσταση, οπότε και ανθρώπινο σώμα, μαζί και αντρικό πέος; Δεν είναι η θρησκεία μας που λέει πως δεν πρέπει να ντρεπόμαστε για το σώμα μας; Πρέπει άραγε να κρύβουμε το γυμνό, να επιστρέψουμε στη σεμνοτυφία; Να ξεχάσουμε ότι πολλά εκκλησιαστικά έργα απεικονίζουν γυμνούς άνδρες χωρίς καθόλου να προκαλούν; Και ακριβώς εδώ είναι το λάθος της επιτρόπου, γιατί η μοναδική ευρωπαϊκή υπόθεση στην οποία αναφέρεται για να δικαιολογήσει τις θέσεις της αφορά απεικονίσεις θρησκευτικών μορφών σε ευρωπαϊκή ταινία, όπου οι μορφές αυτές εμπλέκονταν σε σκηνές ερωτικού (σεξουαλικού) περιεχομένου. Όμως ο Γαβριήλ δεν κάνει κάτι τέτοιο. Δεν χρησιμοποιεί τα θεία και τη σεξουαλικότητα για να εξυπηρετήσει αμφίβολα κίνητρα εντυπωσιασμού, προκαλώντας τα βασικά μας ένστικτα. Την ομορφιά του ανθρώπινου σώματος είναι που προβάλλει. Όπως προβαλλόταν στην αρχαία ελληνική τέχνη, αλλά και διαχρονικά μέχρι τις μέρες μας.
Τα υπόλοιπα επίμαχα “ασεβή” έργα
Η πραγματική πρόκληση των έργων του Γαβριήλ δεν είναι αυτά που απεικονίζουν τον Χριστό. Είναι αυτά που απεικονίζουν εκπροσώπους της εξουσίας, τον Αρχιεπίσκοπο, τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ο Αρχιεπίσκοπος ντυμένος στα εντυπωσιακά, επίχρυσα άμφιά του και με ένα κινητό στο χέρι, προφανώς για να βγάλει μερικές σέλφι (ένα χαρακτηριστικό στοιχείο αρκετών πινάκων του Γαβριήλ, με το οποίο θέλει να τονίσει τον έντονο ναρκισσισμό που χαρακτηρίζει την εποχή μας), στις στιγμές της μεγάλης του δόξας ως εκπροσώπου ενός πανίσχυρου ιστορικού θεσμού.
Η ένας δεύτερος πίνακας όπου ο Αρχιεπίσκοπος θυμιατίζει φορώντας ο ίδιος αντιασφυξιακή μάσκα – μια εμφανής παραπομπή στα κατά καιρούς πολιτικά κηρύγματα του προκαθήμενου της Εκκλησίας, που από πολλούς θεωρούνται ακραία ή εθνικιστικά, οπότε και έως αντι-ειρηνικά.
Όθεν και η εκδήλωση της ασέβειας προς τον εκφραστή τέτοιων μηνυμάτων, από έναν αδέσποτο σκύλο.
Με ανάλογο τρόπο η ασέβεια προς το άγαλμα του Γρίβα, ο οποίος μπορεί να ήταν ηγέτης της πρώτης ΕΟΚΑ, του αντιαποικιακού αγώνα, αλλά ήταν ηγέτης και της δεύτερης ΕΟΚΑ της οποίας ο αγώνας οδήγησε στην εισβολή και την απώλεια του Πενταδάκτυλου. Εξ ου και η ασέβεια του σκύλου ή του νέου.
Θα μπορούσε κανείς να συνεχίσει. Αλλά τα πιο πάνω φανερώνουν ότι δεν έχουμε εδώ έναν καλλιτέχνη ασεβή προς τους θεσμούς, παρά έναν σκεπτόμενο καλλιτέχνη που θέλει να εκφράσει την κριτική του απέναντι σε συγκεκριμένους εκπροσώπους των διαφόρων εξουσιών, που θεωρούνται από πολλούς ότι δεν διαχειρίζονται σωστά την εξουσία που τους έχουν εμπιστευθεί οι πιστοί ή οι πολίτες, αναλόγως. Και η καυστική κριτική του καλλιτέχνη μάλλον την ασέβεια προς τα συγκεκριμένα άτομα είναι που στοχεύει, με στόχο την παίδευσή τους – έναν στόχο που συνάδει απόλυτα με την ταυτότητα του καλλιτέχνη-εκπαιδευτικού.
Αντί τιμωρίας επιβράβευση
Βραβείο πρέπει να δοθεί στον τολμηρό εκπαιδευτικό που τόλμησε να ταράξει τα λιμνάζοντα πνευματικά ύδατα της Κύπρου – όχι να τιμωρηθεί. Κι ας μπουν οι πίνακες του στο μάθημα της Τέχνης, να συζητήσουν οι μαθητές τα πραγματικά διλήμματα και τις αντιθέσεις σε αυτόν τον τόπο.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα:
"Πολίτης" (21 Σεπτεμβρίου 2021)