Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει φτάσει σε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο στάδιο, αφού έχει επικρατήσει ένα απροσδόκητο ισοζύγιο δυνάμεων που συντείνει στη διαιώνιση της σύγκρουσης. Οι συνέπειες του πολέμου είναι ανυπολόγιστες, ενώ δεν διαφαίνεται λύση στο βάθος του ορίζοντα.
Εμείς οι Κύπριοι βλέπουμε από μακριά τις εξελίξεις, ανησυχούμε, αλλά δεν θεωρούμε πως έχουμε οποιαδήποτε ευθύνη, ή πως θα μπορούσαμε να συμβάλουμε με οποιοδήποτε τρόπο, αφού είμαστε μια μικρή δύναμη. Όμως το πρόβλημα αφορά όλη την ανθρωπότητα, οπότε και όλοι οφείλουν να συμβάλουν για να αποφύγουμε τα χειρότερα. Μάλιστα εμείς τυγχάνει να έχουμε σημαντικές εμπειρίες από τις οποίες θα μπορούσαμε να αντλήσουμε.
Μετά το ενιαίο κράτος: απόσχιση ή «ασύμμετρη ομοσπονδία»;
Όπως έχει ήδη επισημανθεί αλλού, η περίπτωση της Ουκρανίας παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με το Κυπριακό, όσον αφορά στα συστατικά του προβλήματος: δύο εθνότητες με διαφορετική ιστορία - η πλειοψηφική Ουκρανική στη δυτική περιοχή, που παλαιότερα αποτελούσε μέρος της Αυστρο-Ουγγρικής αυτοκρατορίας, και η μειοψηφική Ρωσόφωνη στα ανατολικά εδάφη, που αποτελούσε μέρος της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια εντάχθηκαν στη Σοβιετική Ένωση και μετά την κατάρρευση της τελευταίας, η Ουκρανία έγινε ανεξάρτητο, ενιαίο κράτος (1991). Στις ανατολικές περιοχές συνέχισε μια συμπάθεια προς τη Ρωσία, ενώ οι δυτικές ταυτίζονταν ολοένα και περισσότερο με την Ευρώπη και την ΕΕ.
Από την περίοδο που η Ουκρανία έγινε ενιαίο κράτος, στις Ρωσόφωνες περιοχές ακούγονταν παράπονα για καταπάτηση των δικαιωμάτων τους (πχ στη χρήση της Ρωσικής γλώσσας) και για άσκηση βίας από ακροδεξιές εθνικιστικές ομάδες. Προσφερόταν έτσι και η δικαιολόγηση για παρεμβάσεις από τη Ρωσία, που αναζητούσε τρόπους να προστατεύσει τα δικά της συμφέροντα, κυρίως ασφάλειας. Το 2014 προσάρτησε την Κριμαία, στην οποία οι Ρωσόφωνοι αποτελούσαν την μεγάλη πλειοψηφία (60%). Τώρα αποπειράται να προσαρτήσει περισσότερες περιοχές με σημαντικούς αριθμούς Ρωσόφωνων.
Εκείνο που δεν έχει επισημανθεί επαρκώς είναι πως και οι επιλογές λύσης του Ουκρανικού παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες με το Κυπριακό. Για παράδειγμα, στο ενιαίο Ουκρανικό κράτος υπήρχαν πρόνοιες για ιδιαίτερα προνόμια στις περιοχές με Ρωσόφωνες κοινότητες (και όχι στους διάσπαρτους Ρωσόφωνους, ως άτομα). Στο πλαίσιο αυτό η Κριμαία απολάμβανε μεγάλο βαθμό αυτονομίας, ενώ μετά την προσάρτηση της τελευταίας από τη Ρωσία και τον πόλεμο στο Ντονμπάς, με κατάληξη τις συμφωνίες του Μίνσκ (2014-15), δόθηκε μικρότερος βαθμός αυτονομίας και σε άλλες περιοχές με σημαντική παρουσία Ρωσόφωνων. Και πάλι, υπήρχαν παράπονα για μη εφαρμογή των συμφωνιών, τα οποία η Ρωσία επικαλέσθηκε για την πρόσφατη επέμβασή της. Όπως περίπου και η Τουρκία στην Κύπρο.
Αφού δοκιμάστηκε το μοντέλο του ενιαίου κράτους με παραχωρήσεις βαθμών αυτονομίας στη μειοψηφία και αυτό δεν πέτυχε, απομένουν δύο λύσεις : η απόσχιση των Ρωσόφωνων περιοχών ή κάποιος τύπος ομοσπονδίας.
Τα υπόλοιπα κράτη δεν μπορούν βέβαια να δεχθούν την απόσχιση, αφού θα άνοιγαν τους ασκούς του Αιόλου σε μια αλυσίδα αποσχίσεων εθνοτικών συνόλων, σε όλο τον κόσμο. Από την άλλη, δεν μπορούν να αγνοήσουν και την λαϊκή θέληση στις συγκεκριμένες ρωσόφωνες περιοχές, ιδιαίτερα αν μελλοντικά δημοψηφίσματα σε αυτές, γίνονταν με διασφάλιση των δημοκρατικών διαδικασιών (ανάλογη δυσκολία υπάρχει και στην περίπτωση του Κεμπέκ στον Καναδά και της Σκωτίας στη Μεγάλη Βρετανία).
Οπότε και η ομοσπονδία προσφέρεται ως το μόνο σύστημα που μπορεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα - την επιθυμία της Ουκρανίας να παραμείνει η χώρα ενωμένη, και την επιθυμία κάποιων περιοχών (και της Ρωσίας) να αποχωρήσουν από το ενιαίο κράτος, αναβαθμίζοντας προφανώς τις σχέσεις τους με την Ρωσία. Προφανώς το μοντέλο που θα ταίριαζε περισσότερο στην περίπτωση της Ουκρανίας θα ήταν η λεγόμενη “ασύμμετρη ομοσπονδία”, η οποία θα επέτρεπε διαφορετικό βαθμό αυτονομίας στα διάφορα συνιστώνται μέρη / κρατίδια, αναλόγως της εθνοτικής σύνθεσης του πληθυσμού, αλλά και τις επιθυμίες των κατοίκων. Η διαφορά με το προηγούμενο σύστημα (του ενιαίου κράτους, με βαθμούς αυτονομίας στις Ρωσόφωνες περιοχές), είναι πως σε ένα ομόσπονδο κράτος, η αυτονομία των περιοχών είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη (αντιθέτως, στα ενιαία κράτη αυτό μπορεί να διαφοροποιηθεί ανά πάσα στιγμή από το κέντρο), ενώ επιπρόσθετα θα έχουν συμμετοχή και στην κεντρική κυβέρνηση, περιλαμβανομένου του βέτο σε σημαντικά ζητήματα — πράγμα που δεν συνέβαινε στο ενιαίο κράτος και που σίγουρα δεν αρέσει στην πλειοψηφία των Ουκρανόφωνων. Όπως περίπου συμβαίνει και στην περίπτωση του Κυπριακού.
Η χρησιμότητα του Κυπριακού “μοντέλου αναστολής συγκρούσεων”
Πώς, όμως, τερματίζεται ο πόλεμος και αρχίζει η αναζήτηση λύσης; Εδώ ακριβώς η περίπτωση της Κύπρου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού μπορεί να μην καταφέραμε μέχρι σήμερα να λύσουμε το Κυπριακό, αλλά έχουμε άθελα μας συμβάλει στη δημιουργία ενός “μοντέλου αναστολής των συγκρούσεων”, το οποίο έχει διατηρήσει την Ειρήνη για έξι σχεδόν δεκαετίες! Τα συστατικά του μοντέλου αυτού είναι απλά : απαιτείται αρχικά μια απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας για κατάπαυση του πυρός, με προσωρινή παγίωση των πραγματικοτήτων επί του εδάφους, αλλά χωρίς οποιαδήποτε πολιτική αναγνώριση των αποσχιστικών τετελεσμένων. Στην περίπτωση μας τέθηκε σαν τελικός στόχος η Ομοσπονδία, ενώ τις λεπτομέρειες της τελικής λύσης ακόμη τις συζητούμε! Τα Ηνωμένα Έθνη βοηθούν με την επιτήρηση της γραμμής κατάπαυσης του πυρός και την ενθάρρυνση των συνομιλιών για τον καθορισμό της τελικής διευθέτησης. Δεν έχουμε φτάσει στην Ιθάκη, αλλά το ταξίδι μας παραμένει ειρηνικό!
Με παρόμοιο τρόπο στην Ουκρανία, αφού συμφωνηθεί ο τύπος της τελικής λύσης, μια προσωρινή παγίωση της κατάστασης και του πολέμου θα επέτρεπε στις Ρωσόφωνες περιοχές που έχουν κηρύξει την ανεξαρτησία τους ή/και τελούν υπό τον έλεγχο της Ρωσίας, να αυτοκυβερνώνται μέχρι να εξευρεθεί μια τελική λύση. Με τη διευθέτηση αυτή δεν θα έχανε την αξιοπρέπεια της ούτε η Ουκρανία, ούτε και η Ρωσία, αφού θα θεωρείται προσωρινή. Με την πάροδο του χρόνου οι επηρεαζόμενες περιοχές θα διαμορφώσουν πιο ψύχραιμα τις απόψεις τους ως προς τον τελικό τους προορισμό, ενώ οι δύο χώρες θα αλλάζουν κατά διαστήματα τις κυβερνήσεις και τους ηγέτες τους, οπότε και θα επικρατήσει ένα νέο κλίμα στις σχέσεις τους. Στο μεταξύ ο κόσμος θα επανέλθει στην ειρήνη και στην ομαλότητα!
Γιατί όχι μια Κυπριακή πρωτοβουλία;
Έχουμε μάθει να βλέπουμε την ΚΔ σαν μια μικρή, ανίσχυρη χώρα, που χρειάζεται τη βοήθεια των μεγάλων δυνάμεων για να επιβιώσει. Έχουμε μάθει να θεωρούμε το Κυπριακό πρόβλημα σαν άλυτο και τις όποιες προσπάθειες επίλυσης του, ως ματαιοπονία. Ψάχνουμε κάθε ευκαιρία να θυμίσουμε στους άλλους το πρόβλημα μας και την ηθική υποχρέωση όλων να μας βοηθήσουν - το ίδιο και στην περίπτωση της Ουκρανίας, όπου θα θέλαμε να αξιοποιηθεί η ευκαιρία για συγκρίσεις με το δικό μας πρόβλημα. Γιατί όμως να μην βοηθήσουμε και εμείς, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατόν, στην επίλυση του Ουκρανικού ζητήματος, συμβάλλοντας με τα όσα μάθαμε;
Η λογική ένσταση του κάθε αναγνώστη θα είναι πως κάτι τέτοιο μπορεί να ακούγεται σαν καλή ιδέα, αλλά εμείς είμαστε μικροί και άπειροι παίκτες - δεν θα μας δέχονταν στα παιγνίδια τους οι μεγάλοι. Σωστό, και δεν θα ήθελα να εισηγηθώ πως μπορεί ξαφνικά να αρχίσουμε να συμπεριφερόμαστε σαν μεγάλη δύναμη. Μπορούμε, όμως να ενθαρρύνουμε τη δημιουργία μιας μικρής ομάδας πρωτοβουλίας, στην οποία να συμμετέχουμε - λόγω πρότερων εμπειριών και γνώσεων. Για παράδειγμα, θα μπορούσε ο Πρόεδρος μας να προσεγγίσει τους ηγέτες της Γαλλίας και της Γερμανίας σε μια πρώτη σχετική προσπάθεια. Στη συνέχεια ίσως οι τρεις μπορούν να ζητήσουν τη συμβολή του ηγέτη της Κίνας - και γιατί όχι της Τουρκίας, αφού αυτές είναι από τις λίγες χώρες που διατήρησαν καλές σχέσεις με τη Ρωσία.
Η πρωτοβουλία μπορεί να αφορά κυρίως στο δεύτερο σκέλος της εισήγησης: στην αξιοποίηση της δικής μας εμπειρίας όσον αφορά στην “αναστολή των συγκρούσεων” και ταυτόχρονα την αναβολή των δύσκολων τελικών αποφάσεων : εκεί η Κυπριακή Δημοκρατία αποδείχθηκε αξεπέραστη - ας αξιοποιήσουμε τουλάχιστο τις δεξιότητες και τις γνώσεις που αποκτήσαμε, για το γενικό καλό!
Μια τέτοια ηγετική πρωτοβουλία θα είχε και ένα πρόσθετο όφελος για την υπόθεση της Κύπρου. Όχι επειδή θα μας έδινε ακόμα μια ευκαιρία μεμψιμοιρίας (τα υπόλοιπα κράτη να θυμηθούν την ομοιότητα του Ουκρανικού με το δικό μας πρόβλημα), αλλά επειδή θα μας επέτρεπε να μιλούμε με σημαντικούς παίκτες, συμμάχους και αντιπάλους, για τα μεγάλα προβλήματα όλου του πλανήτη. Και επειδή είναι στην προσπάθεια να βοηθήσουμε τους άλλους, που αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε καλύτερα πως να λύσουμε και τα δικά μας προβλήματα.
- Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Πολίτης της Κυριακής" στις 13 Νοεμβρίου 2022.