
photo: www.photographymad.com
Μέχρι πριν μερικές δεκαετίες η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είχε ούτε ένα πανεπιστήμιο. Και ξαφνικά, μέσα σε μερικές δεκαετίες, έχουμε δέκα πανεπιστήμια και περισσότερα από 40 κολέγια! Κατά αναλογία πληθυσμού διαθέτουμε πλέον τετραπλάσιο αριθμό (Χ4) τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από την Αμερική – η οποία διαθέτει 4.000 περίπου πανεπιστημιακά ιδρύματα, σε 332 εκατομμύρια πληθυσμό. Γιατί καθυστέρησε τόσο η εμφάνιση πανεπιστημίων στην Κύπρο; Είναι σωστό σήμερα να έχουμε τον μεγαλύτερο δυνατόν αριθμό;
Γιατί καθυστέρησε;
Μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα, οι Κύπριοι που ενδιαφέρονταν για ανώτατες σπουδές έπρεπε να τις αναζητήσουν εκτός Κύπρου. Οι πρώτοι προβληματισμοί για την απουσία πανεπιστημίου άρχισαν τη δεκαετία του 1930, αλλά γρήγορα συνδέθηκαν με τα εθνικά θέματα και έτσι δεν οδήγησαν πουθενά. Οι Βρετανοί έβλεπαν θετικά τη δημιουργία κυπριακού πανεπιστημίου για να καλλιεργηθεί μια τοπική κυπριακή συνείδηση και μια πολιτική διαφορετική από το «άκαμπτο κίνημα για την Ένωση». Ενώ οι Ε/Κ ήθελαν οι νέοι να συνεχίζουν να σπουδάζουν στην Ελλάδα για να «γαλουχούνται» στα εθνικά ιδανικά.
Μετά την Ανεξαρτησία, όταν το 1962 ο Αμερικανός Πρόεδρος Κένεντι υπέβαλε πρόταση στον Μακάριο να βοηθήσουν οι ΗΠΑ στη δημιουργία διακοινοτικού πανεπιστημίου στην Κύπρο, με περιφερειακή εμβέλεια, η στάση των Ε/Κ ήταν αρνητική. Και αυτό επειδή συνέχιζαν να θεωρούν πως κύριος σκοπός των πανεπιστημίων ήταν η μετάδοση των «σωστών» γνώσεων και αρχών – που ήταν συνυφασμένα με το έθνος και τις εθνικές πραγματικότητες. Αφού η Κυπριακή Δημοκρατία δεν αποτελούσε έθνος, τι γνώσεις και αξίες θα μεταδίδονταν σε ένα κυπριακό πανεπιστήμιο;
Ήταν μετά τη στροφή στην πολιτική του «εφικτού», το 1968, που άνοιξε κάπως η συζήτηση και άρχισαν να συζητούνται πρόσθετα σενάρια – κάποια για αυτόνομο κυπριακό πανεπιστήμιο, άλλα για αυτοτελές ελληνικό, και άλλα για περιφερειακό υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Συζητήσεις που έμειναν μετέωρες με το πραξικόπημα και την εισβολή. Μετά το 1974 και το τέλος της ένωσης, η έμφαση μετατοπίστηκε από το έθνος στο κράτος: τα πάντα πλέον θα εξαρτώνταν από την επιβίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ανεξάρτητο κράτος. Δεν ήταν δυνατό να συνεχίζουν οι σκέψεις για ελληνικό ή εθνικό πανεπιστήμιο, αφού το ζητούμενο θα έπρεπε πλέον να είναι ένα κρατικό πανεπιστήμιο που θα εξυπηρετούσε όλους τους πολίτες του.
Μετά από κάποια περίοδο σύγχυσης, συγκρούσεων και αναποφασιστικότητας, τα πράγματα ξεκαθάρισαν με την προεδρία Γιώργου Βασιλείου και τον μεγάλο συμβιβασμό: πέρασε η νομοθεσία για δημιουργία κρατικού πανεπιστημίου, πλην όμως με κύρια γλώσσα την ελληνική και όχι την αγγλική, όπως επεδίωκε ο Πρόεδρος Βασιλείου – που δεν ήθελε ένα πανεπιστήμιο εθνοκεντρικό, αλλά κοσμοπολίτικο, με «διεθνή ακτινοβολία». Εκείνο που κέρδισαν οι θέσεις Βασιλείου, αφορούσε τη φιλοσοφία και νοοτροπία του νέου πανεπιστημίου, που δεν θα είχε ως πρότυπα τα συντηρητικά, παραδοσιακά ελληνικά πανεπιστήμια, αλλά τα πιο σύγχρονα πανεπιστημιακά ιδρύματα της Δύσης, ενώ κύριοί του στόχοι θα ήταν η έρευνα και ο εκσυγχρονισμός.
Τα θετικά και αρνητικά της αύξησης
Είναι φανερό από πολλούς δείκτες πως τα πανεπιστήμια έχουν ήδη συμβάλει με διάφορους τρόπους στην αναπτυξιακή προσπάθεια του κυπριακού κράτους. Εκπαιδεύουν σημαντικούς αριθμούς νέων μας σε τομείς απαραίτητους για την οικονομία, έχουν ενθαρρύνει την ορθολογική προσέγγιση διαφόρων ζητημάτων (π.χ. πανδημία), έχουν συμβάλει στη δημιουργία χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας, έχουν προωθήσει την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα, την κριτική σκέψη, κοκ. Παράλληλα έχουν ενθαρρύνει τη γενικότερη ανάπτυξη, μέσα από την προσέλκυση χιλιάδων ξένων φοιτητών, οι οποίοι διαμένουν στην Κύπρο για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αυξάνοντας τη γενική ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών.
Υπάρχουν όμως και αρνητικές πτυχές στην ανάπτυξη του τομέα. Πολλές από τις οποίες σχετίζονται με τον μεγάλο τους αριθμό και το αντίστοιχα μικρό μέγεθος των ιδρυμάτων. Μια σημαντική αρχή είναι πως τα ποιοτικά τριτοβάθμια ιδρύματα πρέπει να έχουν καλού επιπέδου φοιτητές, αλλά και επαρκείς πόρους. Λόγω, όμως, του μικρού μεγέθους της Κύπρου και των πολιτικών που ακολουθήσαμε, δημιουργούνται πολλά προβλήματα. Για παράδειγμα, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, χαμηλώνει διαχρονικά το επίπεδο των φοιτητών που εισάγονται σε κάποια τμήματα, γιατί μειώνεται συνεχώς το σύνολο των ενδιαφερομένων. Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια υποφέρουν γιατί είναι πολύ μεγάλος ο συνολικός αριθμός των ιδρυμάτων και μοιράζονται τους νέους που δεν εξασφαλίζουν θέση στα κρατικά.
Πώς πήγαμε από το ένα άκρο στο άλλο, από το μηδέν στα δέκα πανεπιστήμια και στα 40 τόσα κολέγια; Κάποιοι από τους λόγους έχουν ιστορικές ρίζες. Η δημιουργία του Πανεπιστημίου Κύπρου τη δεκαετία του 1990, ανέβασε τον πήχη για όλα τα τριτοβάθμια ιδρύματα που λειτουργούσαν σε εκείνο το στάδιο. Για να απονέμει πανεπιστημιακούς τίτλους (πτυχιακούς και μεταπτυχιακούς) κάποιο ίδρυμα, θα έπρεπε να διαθέτει το κατάλληλο προσωπικό, με ερευνητικά προσόντα, καθώς και την ανάλογη εκπαιδευτική υποδομή (βιβλιοθήκες, εργαστήρια, κοκ). Τα υπόλοιπα ιδρύματα θα έπρεπε να επικεντρωθούν στην επαγγελματική εκπαίδευση μικρής χρονικής διάρκειας (1-2 έτη). Οπότε θα υπήρχε ένας σαφής διαχωρισμός τύπων εκπαίδευσης και θα εξυπηρετούνταν οι διαφορετικές ανάγκες της αγοράς, καθώς και τα διαφορετικά επίπεδα φοιτητών.
Δυστυχώς πολύ γρήγορα ο διαχωρισμός αυτός ξεχάστηκε, με αποτέλεσμα δεκάδες ιδρύματα σήμερα να προσφέρουν πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών, χωρίς την απαραίτητη υποδομή και προσωπικό. Πράγμα που οδηγεί στον κατατεμαχισμό της αγοράς και στα πολύ μικρά τμήματα σπουδών, με συνέπεια την πίεση στα οικονομικά των εμπλεκομένων ιδρυμάτων – και τον κίνδυνο υπόσκαψης της ποιότητας των προσφερόμενων σπουδών.
Ένας άλλος λόγος σχετίζεται με την επικράτηση της άποψης πως η αύξηση του αριθμού των πανεπιστημίων είναι από μόνη της θετικός παράγοντας, τόσο για την πόλη ή την επαρχία στην οποία προστίθεται ένα νέο ίδρυμα, όσο και για την Κύπρο πιο γενικά. Όμως αυτό δεν αληθεύει, αφού κάθε περίπτωση πρέπει να σταθμίζεται ξεχωριστά – καθώς και για τις πιθανές της επιπτώσεις στον συνολικό τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα χρειάζονται τους αριθμούς και τις οικονομίες κλίμακας. Σε μια μικρή χώρα, με μικρό και φθίνοντα πληθυσμό, η αύξηση στους αριθμούς των ιδρυμάτων μπορεί να επιφέρει τον μαρασμό αντί τη βελτίωση.
Τι μπορεί να γίνει;
Ας δούμε δύο παραδείγματα:
Το πρώτο από το εξωτερικό. Πριν είκοσι περίπου χρόνια η Ολλανδία είχε 450 περίπου ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, πολλά από τα οποία ήταν πολύ μικρού μεγέθους (για παράδειγμα, μπορεί κάποιο κολέγιο να εξυπηρετούσε μια μικρή θρησκευτική σέκτα και να είχε 100 μόνο φοιτητές). Θεωρώντας πως για να έχει καλό επίπεδο κάποιο κολέγιο, θα έπρεπε να έχει 1.500 τουλάχιστο φοιτητές, το κράτος ανακοίνωσε πως όσα κολέγια είχαν τον ελάχιστο αυτό αριθμό, θα έπαιρναν μια γενναία ετήσια χορηγία. Το επόμενο έτος ο αριθμός των κολεγίων μειώθηκε στα 45, γιατί όλα έτρεξαν να επιτύχουν συνεργασίες και συγχωνεύσεις! Όλοι κερδισμένοι, χωρίς εξαναγκασμούς ή κλείσιμο ιδρυμάτων.
Το δεύτερο από τις πρόσφατες τοπικές εξελίξεις. Προ ημερών ο δήμαρχος Πάφου εξήγγειλε την κάθοδο στην Πάφο μιας νέας μονάδας του Αμερικανικού Πανεπιστημίου της Βηρυτού. Αν επρόκειτο για κάποιο νέο κυπριακό πανεπιστήμιο, ή κάποιο άλλο άγνωστο ξένο ίδρυμα, αυτή θα ήταν μια κακή κίνηση – αφού θα μοίραζε τους λιγοστούς νέους της Πάφου, μεταξύ δύο τοπικών πανεπιστημίων. Όμως το συγκεκριμένο ίδρυμα αναμένεται να προσελκύσει Άραβες φοιτητές από τον Λίβανο και άλλες γειτονικές χώρες, καθώς και από άλλες περιοχές του κόσμου. Οπότε και θα αυξήσει τον φοιτητικό πληθυσμό στην Κύπρο, καθώς και τη φήμη της Κύπρου ως πιθανό φοιτητικό προορισμό ποιοτικής εκπαίδευσης – με έμμεσα θετικά αποτελέσματα για όλα τα πανεπιστημιακά ιδρύματα του τόπου.
Δεν είναι γενική αύξηση του αριθμού που χρειαζόμαστε πλέον, αλλά στοχευμένες νέες κινήσεις και ενίσχυση των υφιστάμενων ιδρυμάτων.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα:
- "Πολίτης" (27 Απριλίου 2022)
